-
1 κτυπέω
κτυπέω, aor. II. ἔκτυπον (vgl. γδουπέω), durch Schlagen, Stampfen laut ertönen, krachen, prasseln; Il. 13, 140. 23, 119, von dem Niederkrachen der abgebrochenen Baumäste; oft vom Donnern des Zeus, σμερδαλέα κτυπέων, Il. 7, 479. 17, 595 Od. 21, 413, wie ἔκτυπεν αἰϑήρ Soph. O. C. 1456; ἀμ φὶ δ' ἐκτύπουν πέτραι Tr. 784; κτυπεῖ δόμος κλῄϑρων λυϑέντων Eur. Hel. 865; κτυποῦσα τοῖν ποδοῖν Ar. Eccl. 545, u. öfter vom Wiederhall; auch pass., Plut. 758 Th. 945; ϑάλατταν κτυποῠσαν, das brausende Meer, Plat. Rep. III, 396 b. – Auch trans., χϑόνα δ' ἔκτυπον ὠκέες ἵπποι, νύσσοντες χήλῃσι, sie ließen die Erde erdröhnen, Hes. Sc. 61; κτύπησε κρᾶτα μέλεον πλαγάν, er schmetterte auf das Haupt einen Schlag, Eur. Or. 1467; anders πολλοῖσι σὺν κώδωσιν ἐκτύπει φόβον, er jagte Furcht ein, Rhes. 308.
-
2 κτυπεω
(aor. 1 ἐκτύπησα - Trag. κτύπησα, aor. 2 ἔκτῠπον - эп. κτύπον)1) трещать или грохотать2) греметь(Ζεὺς ἔκτυπε Hom.)
3) шуметь, гудеть(θάλαττα κτυποῦσα Plat.; ἀμφὴ δ΄ ἐκτύπουν πέτραι Soph.)
4) громко стучать(τοῖν ποδοῖν Arph.)
5) заставлять гудеть(χθόνα Her.)
6) шумом нагонять(φόβον Eur.)
7) громко ударять(κρᾶτα πλαγᾷ - v. l. πλαγάν Eur.)
8) pass. раздаваться(κτυπεῖται Κιθαιρώνιος ἠχώ Arph.)
См. также в других словарях:
μεθυποδούμαι — μεθυποδοῡμαι, έομαι (Α) φορώ παπούτσια άλλου, αλλάζω τα παπούτσια μου με τα παπούτσια άλλου («μεθυπεδησάμην μιμουμένη σε καὶ κτυποῡσα τοῑν ποδοῑν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑποδοῦμαι] … Dictionary of Greek